- αμερής
- ἀμερής, -ές (Α)1. αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, αμέριστος, αδιαίρετος2. αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, ειλικρινής3. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμερέςη αμέρεια, το να είναι κάτι αδιαίρετοτά ἀμερῆ (Λογική)τα γένη που δεν υποδιαιρούνται, τα «γενικότατα γένη».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -μερὴς < μέρος.ΠΑΡ. αρχ. ἀμέρεια].
Dictionary of Greek. 2013.